τρόπις

τρόπις
Δομικό στοιχείο του πλοίου, τοποθετημένο κατά μήκος του κατώτερου σημείου του πλοίου, του οποίου αποτελεί ένα είδος σπονδυλικής στήλης. Στα ξύλινα πλοία, η τ. αποτελείται από μια ισχυρή δοκό στερεά συνδεδεμένη με το κοράκι της πλώρης και με το ποδόσταμο της πρύμνης. Στις δυο κάθετες επιφάνειες της τ. υπάρχουν τριγωνικές εγκοπές, οι κανθοί, στις οποίες σφηνώνονται οι κάτω δοκοί του εξωτερικού περιβλήματος που ονομάζονται επιστρόφια. Στα μεταλλικά πλοία η τ. είναι 2 τύπων: η επίπεδη με τετραγωνική τομή και η ορθία, που αποτελείται από ξύλινη ή μεταλλική δοκό. Υπάρχει ακόμα και η ψευδοτρόπις ή υποτρόπιο, γνωστή κυρίως ως κόντρα καρένα, έλασμα, στερεό ή κινητό, που βρίσκεται κάτω από το σκάφος μικρών ιστιοφόρων, κυρίως ψυχαγωγίας, και που έχει σκοπό να ελαττώνει την πλευρική κίνηση ή εκτροπή που οφείλεται στον άνεμο. Σε μερικά σκάφη με πολύ μεγάλη επιφάνεια ιστίων, η ψευδοτρόπις διαθέτει ένα μεταλλικό έλασμα που λέγεται βολβός, το βάρος του οποίου βελτιώνει την ευστάθειά τους.
* * *
-ιδος, η, ΝΑ, γεν. και τ. -εως και ιων. τ. -ιος, Α
βλ. τρόπιδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρόπις — τρόπῑς , τρόπις ship s keel fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τρόπις ship s keel fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπει — τρόπις ship s keel fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρόπεϊ , τρόπις ship s keel fem dat sg (epic) τρόπις ship s keel fem dat sg (attic ionic) τροπέω turn pres imperat act 2nd sg (attic epic) τροπέω turn imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπεις — τρόπις ship s keel fem nom/voc pl (attic epic) τρόπις ship s keel fem nom/acc pl (attic) τροπέω turn imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπι — τρόπις ship s keel fem voc sg τρόπῑ , τρόπις ship s keel fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπης — τρόπις ship s keel fem nom/voc pl (doric aeolic) τροπέω turn imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπιν — τρόπις ship s keel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπιος — τρόπις ship s keel fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπίδιον — τὸ, Α [τρόπις, ιδος) 1. υποκορ. τού τρόπις* 2. στον πληθ. τὰ τροπίδια (κατά τον Φώτ.) «τὰ εἰς τρόπον νεὼς εὐθετοῡντα ξύλα μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινὸς καὶ ἀρχῆς πράγματος καὶ ὁ τόπος ἐφ οὗ τίθεται ἡ τρόπις» …   Dictionary of Greek

  • τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”